μαθητευόμενος — η, ο βλ. μαθητεύω … Dictionary of Greek
μαθητευόμενος — μαθητεύω to be pupil pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαθητεία — Όρος του εργατικού δικαίου που δηλώνει την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο μαθητευόμενος, γενικά σε ηλικία 14 έως 20 ετών, κατά την πρακτική εκμάθηση ενός επαγγέλματος ή ειδικότητας, κυρίως στον βιομηχανικό και στον βιοτεχνικό τομέα, υπό την… … Dictionary of Greek
αγιουτάντες — ο 1. βοηθός, υπασπιστής 2. μαθητευόμενος τεχνίτης, παραγιός 3. σχοινί πλοίου, με το οποίο ανασύρεται η κεραία τού ιστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. aiutante (= βοηθός)] … Dictionary of Greek
ανθρωποσοφία — Αποκρυφιστική διδασκαλία, η οποία ασχολείται με το πρόβλημα του κόσμου και το πρόβλημα του ανθρώπου. Η α. θεμελιώθηκε από τον Ρ. Στάινερ στις αρχές του 20ού αι. Πρόκειται για διδασκαλία η οποία προσπαθεί να στηρίξει τον αποκρυφισμό κυρίως σε… … Dictionary of Greek
βοηθός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης από τη Χαλκηδόνα (τέλη 3ου – μέσα 2ου αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Αθηναίωνα και, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πλίνιου, εργάστηκε στην αυλή των βασιλιάδων της Περγάμου Άτταλου και Ευμένη και θεωρείται ο… … Dictionary of Greek
διακόνι — το μαθητευόμενος εργάτης, μαστορόπουλο … Dictionary of Greek
δόκιμος — η, ο (AM δόκιμος, ον) εκείνος τού οποίου η αξία ή η ικανότητα έχει δοκιμαστεί, κριθεί και αναγνωριστεί («δόκιμος πολιτικός, ποιητής, πολεμιστής κ.λπ.») μσν. νεοελλ. 1. αυτός που διέρχεται το στάδιο τής προπαρασκευής και τής δοκιμασίας,… … Dictionary of Greek
ερασιτέχνης — ο, θηλ. ερασιτέχνις 1. αυτός που. αγαπάει την τέχνη, ο φιλότεχνος 2. εκείνος που ασχολείται από αγάπη και ενδιαφέρον, όχι επαγγελματικά με τέχνη, επιστήμη, άθλημα, εργασία κ.λπ. («ερασιτέχνης φωτογράφος, ερασιτέχνης ζωγράφος, ερασιτέχνης δύτης» κ … Dictionary of Greek
κάλφας — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 220 μ., 273 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού, 53 χλμ. ΝΑ της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τριταίας. * * * ο (Μ κάλφας) αρχιτεχνίτης, μάστορας νεοελλ.… … Dictionary of Greek